- νεαρότητα
- [-ης (-ητος)] η молодость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεαρότητα — η (Α νεαρότης) [νεαρός] 1. η ιδιότητα τού νεαρού, η νεαρή ηλικία 2. (για πράγματα) νωπότητα, φρεσκάδα … Dictionary of Greek